Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεν είναι μακριά

  • 1 μακριά

    1) далеко; вдалеке, вдали;

    μακριά απ' το χωριό — далеко от села;

    πιό μακριά — дальше;

    δεν είναι μακριά η μέρα, πού... — недалёк тот день, когда...;

    2) далеко, не скоро;

    τό καλοκαίρι είναι μακριά — лето ещё не скоро;

    δεν είναι μακριά η γιορτή — скоро праздник;

    § από μακριά — издалека;

    μακριά από μας ( — или από λόγου μας) — избави, упаси нас боже;

    είμαστε μακριά — мы расходимся во мнениях;

    είσαι μακριά — ты далёк от истины;

    μακριά πού είσαι νυχτωμένος — ты ничего не понимаешь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μακριά

  • 2 γιά

    1. πρόθ. I με ονομ. (при обознач, пригодности, соответствия, стремления):

    δεν κάνει γιά δάσκαλος — он не годится в учителя;

    πάει γιά δήμαρχος — он метит в мэры, он хочет стать мэром;

    II με αιτιατ.
    1) (при обознач, причины или повода) из-за, по причине; за;

    γι' αυτό — или γιά τούτο — поэтому, потому; — за это;

    τον θαυμάζω γιά την εξυπνάδα του — я восхищаюсь его сообразительностью;

    γι' αυτό σου το φέρσιμο θα μετανοιώσεις ты раскаешься в своём поступке;

    γιά τό κακό πού μού 'κάμε... — за зло, которое он мне причинил...;

    2) (при обознач, лица или предмета, кот. нужно добыть) за;

    πάω γιά κρασί — идти за вином;

    τρέχω γιά γιατρό — идти за врачом;

    3) (при обознач, цели, мотива) для, ради;

    γιά τό γούστο του — для своего удовольствия;

    ετοιμάζομαι γιά εκλογές — готовиться к выборам;

    γιά ποιο σκοπό; — для какой цели?;

    είναι μικρός ακόμα γιά τέτοια δουλιά — он мал ещё для такой работы;

    3) (при распределении, предназначении) на, для;

    καμπίνα γιά δυό άτομα — кабина для двух человек;

    τρόφιμα γιά πέντε μέρες — продукты на пять дней;

    δρόμος γιά αυτοκίνητα — автострада;

    αυτό το σπίτι είναι γιά γκρέμισμα — этот дом подлежит сносу;

    4) (при обознач, направления):

    φεύγω γιά τη Μόσχα — я уезжаю в Москву;

    γιά πού; — куда?;

    γιά πού το 'βαλες — или γιά πού τώβαλες; — куда ты идёшь?, куда направляешься?;

    γιά πουθενά δεν είμαι φέτος — я никуда не собираюсь в этом году;

    5) (при обознач, времени):

    φεύγω γιά τρείς μέρες — я уезжаю на три дня;

    θα λείψω γιά μιά βδομάδα — меня не будет неделю;

    εφυγε γιά πάντα — он уехал навсегда;

    σε θέλω γιά λίγα λεπτά — ты мне нужен на несколько минут;

    γιά σήμερα (αύριο) — на сегодня (на завтра);

    ράβω κοστούμι γιά το γάμο — шью костюм к свадьбе;

    θα μείνει στο σπίτι μας κρασί και γιά τού χρόνου — вина в нашем доме хватит и на будущий год;

    6) (при обознач, цены):

    πουλώ γιά εκατό δραχμές — продавить за сто драхм;

    τα πούλησε όλα γιά ένα κομμάτι ψωμί — он продал всё за гроши;

    7) (при обознач, замены):

    θα πάω εγώ γιά σένα — я пойду вместо тебя;

    πήρα τον Κώστα γιά σένα — я принял Костаса за тебя;

    τον πήρα γιά γιατρό — я его принял за доктора;

    γιά ποιόν με περνδς; — за кого ты меня принимаешь?;

    8) (при обознач, вознаграждения) за;

    εργάζομαι γιά χίλια δραχμές το μήνα — я работаю за тысячу драхм в месяц;

    9) (при обознач, объекта действия) о, об;

    γιά μένα μην ανησυχείτε — обо мне не беспокойтесь;

    φροντίζει γιά το ατομικό του συμφέρο — он заботится о своих личных интересах;

    γιά ποιόν τα λες;

    — — γιά σένα — для кого ты это говоришь? — Для тебя;

    γιά τό καλό σου — для твоей же пользы;

    τί ξέρεις γιά την υπόθεση; — что ты знаешь об этом деле?;

    πρόκειται ( — или λόγος γίνεται) γιά... — речь идёт о...;

    10):

    όσο γιά — в отношении, что касается, что до...;

    όσο γιά λεφτά μη σε μέλει ο — деньгах не беспокойся;

    όσο γιά το παρακάτω μη σε μέλει — дальнейшее пусть тебя не беспокоит;

    όσο γιά φέτος καλά πάνε οι δουλειές — в этом году дела идут хорошо;

    11) (в знач очень, сильно):

    τον χτύπησαν γιά καλά — его здорово побили;

    γιά θάνατο — смертельно, до смерти, насмерть;

    τον τραυμάτισαν γιά θάνατο — его смертельно ранили;

    12):

    αυτός εργάζεται γιά δέκα — он работает за десятерых;

    § γιά δνομα τού θεού ( — или γιά τό θεό) — ради бога;

    γιά τό ονόρε — ради славы;

    γιά ποιο λόγο; — почему?;

    γιά τα μάτια — для виду;

    γιά ψύλλου πήδημα — из-за пустяка;

    δουλεύει γιά την ψυχή τού πατέρα του — он работает за здорово живёшь;

    μιά γιά πάντα — раз и навсегда;

    είναι γιά φτύσιμο — он последняя дрянь, он не стоит и плевка;

    δεν τον λογαριάζουν γιά τίποτε — его ни во что не ставят;

    είναι αναγκαίο γιά μένα (σένα, μας) — мне (тебе, нам) необходимо...;

    2. σύνδ. (с частицей να и υποτ.)
    1) (цели):

    δεν ήρθα γιά να κάτσω — я не для того пришёл, чтобы долго у вас сидеть;

    πάει γιά βουλευτής — или πάει γιά να γίνει βουλευτής — он собирается стать депутатом;

    2) (следствия):

    δεν είναι μακριά γιά να αργήσει να 'ρθει — он живёт (находится) не так далеко, чтобы опоздать;

    3) (причины):

    γιά να μην καλέσουνε στην ώρα το γιατρό χάσανε το παιδί τους — из-за того, что не вызвали вовремя врача, потеряли ребёнка;

    γιά να περπατάει ξυπόλυτος, αρρώστησε — из-за того, что бегал босиком, заболел;

    γιά εσύ γιά εγώ — или ты, или я;

    γιά σήμερα γιά αύριο — или сегодня, или завтра;

    1) (при побуждении, иногда с частицей να):

    γιά δες ποιός ήρθε — пойди же посмотри, кто пришёл;

    γιά να δούμε ποιός θα βγεί αληθινός — давай-ка посмотрим, кто окажется прав;

    2) обл (при утверждении):
    θα πας η όχι;

    — — θα πάω γιά — пойдёшь или нет? — Обязательно пойду;

    ξέρεις γράμματα;

    — — ναί γιά — ты умеешь читать и писать? — А как же, конечно;

    3) (при запрещении или угрозе):

    γιά ξαναπές βρωμόλογα — попробуй-ка ещё сквернословить;

    γιά ξαναπάτησε στο σπίτι — не смей больше приходить к нам;

    γιά πρόσεχε τί λες! — выражайся осторожнее!;

    γιά μάζεψε τα λόγια σου! — попридержи язык!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γιά

См. также в других словарях:

  • μακριά — (Μ μακριά, μακρέα και μακρεά) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργα («είναι μακριά από δω η πόλη») νεοελλ. 1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα») 2. φρ. α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • μακάκος — (Macaca). Γένος κατάρρινων πιθήκων, της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, διαδεδομένο στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ασία, στη βορειοδυτική Αφρική και με μόνο ένα είδος (μαγώτος) στην Ευρώπη. Οι μ., που περιλαμβάνουν περίπου ογδόντα είδη και… …   Dictionary of Greek

  • σύμπαν — Είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και του διαστήματος μέσα στο οποίο είναι εγκατασπαρμένα. Τα ακραία όριά τους, περισσότερο από άμεσες παρατηρήσεις απευθείας ή με όργανα, έχουν καθοριστεί με επιστημονικές υποθέσεις, που επιδίωξαν να μεταφέρουν …   Dictionary of Greek

  • κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»